-
1 кухня
кухня ж 1) η κουζίνα, το μαγειριά 2) (стол) η κουζίνα·греческая \кухня η ελληνική κουζίνα* * *ж1) η κουζίνα, το μαγειριό2) ( стол) η κουζίναгре́ческая ку́хня — η ελληνική κουζίνα
См. также в других словарях:
μαγειριά — η 1. η ποσότητα των τροφίμων για ένα γεύμα: Το ρύζι είναι δυο μαγειριές. 2. το περιεχόμενο μαγειρικού σκεύους: Η μαγειριά δεν έφτασε για όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγειριά — η βλ. μαγειρειά … Dictionary of Greek
μαγειρένιος — μαγειρένιος, α, ον (Μ) αυτός που τρώγεται, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρία + κατάλ. ένιος] … Dictionary of Greek
μαγειρειά — και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) [μαγειρεύω] μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια») νεοελλ.… … Dictionary of Greek